ἀρρενωπῶν

ἀρρενωπῶν
ἀρρενωπός
masculine-looking
fem gen pl
ἀρρενωπός
masculine-looking
masc/neut gen pl
ἀρρενωπός
masculine-looking
masc/fem/neut gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Γουίλις, Μπρους — (Bruce Willis,Γερμανία 1955 –). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο του Αμερικανού ηθοποιού του κινηματογράφου και της τηλεόρασης Γουόλτερ Γουίλισον (Walter Willison). Μεγάλωσε στο Νιου Τζέρσεϊ των ΗΠΑ, αλλά αργότερα εγκαταστάθηκε στη Νέα Υόρκη, όπου… …   Dictionary of Greek

  • Λάνκαστερ, Μπαρτ — (Burt Lancaster, Νέα Υόρκη 1913 – Λος Άντζελες 1994). Αμερικανός ηθοποιός και παραγωγός του κινηματογράφου. Πρωταγωνιστής των χρυσών δεκαετιών του Χόλιγουντ –κυρίως 1940 και 1950– ο Λ. κατάφερε να συνδέσει το όνομά του με ορισμένες από τις πιο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”